- παζαρλίκι
- το(λ. τουρκ.), το παζάρεμα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παζαρλίκι — το το παζάρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pazarlik] … Dictionary of Greek